- πρωρατεύω
- Α [πρῳράτης]1. είμαι πρωράτης, εκτελώ υπηρεσία πρωράτη2. είμαι αξιωματικός τού ναυτικού («πρῳρατεύειν τριηρέων», επιγρ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πρῳρατεῦσαι — πρῳρᾱτεῦσαι , πρῳρατεύω to be a aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρῳρατεύειν — πρῳρᾱτεύειν , πρῳρατεύω to be a pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)